- υπερκεραστές
- οι / ὑπερκερασταί, ΝΜ [ὑπερκερῶ](στο Βυζάντιο) τάγματα ιππικού, που, παρατασσόμενα σε θέση μάχης και σε μια απόσταση από τη δεξιά πτέρυγα τής πρώτης γραμμής, προστάτευαν την πτέρυγα από πιθανή υπερκέραση εκ μέρους τού εχθρού και ενεργούσαν τα ίδια υπερφαλλαγίσεις τής εχθρικής παράταξης.
Dictionary of Greek. 2013.